Κάποιες σκέψεις για τη ζωή που πρέπει (;) να συνεχιστεί μετά την τραγωδία στα Τέμπη.
Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου όλη η Ελλάδα κοιμήθηκε με την είδηση ότι εκτροχιάστηκαν μια επιβατική και μια εμπορική αμαξοστοιχία στα Τέμπη. Το επόμενο πρωί, της 1ης Μαρτίου, διάβασε, άκουσε και είδε ότι στο σημείο υπήρχαν ήδη 32 νεκροί και άνω των 60 τραυματίες. Σήμερα, δύο 24ωρα μετά, οι νεκροί έχουν φτάσει τους 57, με τις προβλέψεις βάσει των απανθρακωμένων κορμιών στα συντρίμμια που ανευρίσκονται την στιγμή που γράφονται αυτές οι αράδες, να κάνουν λόγο για κοντά στους 80.
Και το ερώτημα είναι ένα: ΓΙΑΤΙ; Γιατί αφέθηκε ένα ολόκληρο σύστημα στην τύχη του να εξαρτάται από έναν και μόνον άνθρωπο; Γιατί δεν έγινε τίποτα για να αποφευχθεί η απώλεια τόσων συνομηλίκων μας;
Κανονικά, θα έπρεπε να γράψω για την απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων για το περιβόητο ματς με τον Ατρόμητο, που εν τέλει θα διεξαχθεί εκ νέου σε 5 ημέρες από τώρα. Αλλά δεν θα το κάνω, εις ένδειξιν πένθους και ενσυναίσθησης. Όλα τα άλλα, μπρος σε αυτήν την τραγωδία, που πάει να εξελιχθεί σε εκατόμβη, περιπίπτουν σε δεύτερη ίσως και σε τρίτη μοίρα. Με αυτά, ας ασχοληθούν αυτοί που ψάχνονται συνέχεια να καβγαδίσουν για τις ομάδες, μην υπολογίζοντας τίποτα. Πόσο μάλλον 57 νεκρούς στο φονικότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα της χώρας, με την πλειοψηφία των θανόντων να είναι νεαρά παιδιά, που επέστρεφαν στα πανεπιστήμιά τους ή στους δικούς τους. Και αντί για αυτό, κάνουν βαρκάδα στον Αχέροντα.
Θα κλείσω τούτο το κείμενο με λίγους στίχους από «Τα νεκρά παιδιά» του Γιάννη Ρίτσου, που με τη συγκυρία τούτη, είναι επίκαιροι όσο ποτέ και αποτελούν μια υπενθύμιση ότι οφείλουμε να τα θυμόμαστε:
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο.
Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.»
Αιωνία η μνήμη τους! Να μην ξεχάσουμε ποτέ!